Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανομβρία
1 εγγραφή
ανομβρία [anomvría] η, (L)
  • lack of rain, rainlessness, dryness, drought (syn ανομπριά, αναβροχιά, ανεριά, L λειψυδρία, ξηρασία):
    • η ~ κατέστρεψε τα σιτηρά |
    • η Kύπρος συχνά υποφέρει από ~ και ανυδρία (Floros) |
    • με τη βοήθεια του Παντοδύναμου θα σταματούσε η ~ (Kythreotis) |
    • η πεδιάδα του Mαραθώνα παρ' όλη την ~ διαθέτει πλούσια αποθέματα νερού σε μικρό βάθος και αποτελεί ιδεώδη πηγαδότοπο (FKakridis)

[fr kath ανομβρία ← K ἀνομβρία; cf region. ModG ανομπριά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες