Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανοιχτόγκριζος, -η, -ο [anixtógrizos]
- light gray (syn ανοιχτό γκρι):
- τ' ανοιχτόγκριζά της μάτια (KPolitis)
[cpd of ανοιχτο- & MG & ModG γκρίζος]
- light gray (syn ανοιχτό γκρι):