Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ανθών
2 items total [1 - 2]
ανθών, -ούσα, -όν [anθón] (L)
  • prospering, thriving, flourishing:
    • ανθούσα βιομηχανία, πόλη, συνοικία |
    • ανθούσα ιδιωτική πρωτοβουλία |
    • ανθούσα γεωργία των σκανδιναβικών χωρών |
    • poem της ευτυχίας που νείρεται δεν τη βαραίνει η έννοια, | βαθιά ως ξανοίγει δίπλα της η ανθούσα αναπνοή (Sikel) |
    • σας ζω, και ζω μαζί με σας χίλιες ζωές αντάμα | παθητικές, παρήγορες, ανθούσες, πικραμένες (Malakasis)

[fr kath ανθών, prp of AG ἀνθῶ]

ανθώνας [anθónas] ο, (L)
  • flower-bed or flower-garden:
    • ο κήπος του είναι σωστός ~ |
    • ένας ~ με πολύτιμα, πολύ περιποιημένα λουλούδια (Petsalis) |
    • τριαντάφυλλο των ανθώνων |
    • το πράσινο των ανθώνων |
    • τα προάστια είναι γεμάτα ανθώνες |
    • το περιβόλι του ήταν ένας μεγάλος, στενόμακρος ~ (Xenop) |
    • προβολείς αναδεικνύουν τον ανθώνα που με τους δικούς του επίκτητους ιριδισμούς προσλαμβάνει μορφή φαντασμαγορίας (Thrylos) |
    • από τη μια μέρα στην άλλη μπορείς να δεις εντελώς αλλιώτικους αυτούς τους θεσπέσιους ανθώνες (Chatzinis) |
    • poem πνεύμα γλυκύτατο σε πλούσιο ανθώνα (Markoras) |
    • του ανθρώπου η τύχη .. θέλ' ήταν άλλη, | κι ο θαυμαστός ~ σου δεν θα 'χε θάλει (Athanas) |
    • ανθώνες τέρψεως και τρυφής και κελαϊδήματα (Papatsonis) |
    • αχ, τον κόσμο των λούλουδων έρχεσαι | να ταράξεις ξανά στους ανθώνες (Skipis)

[fr kath ανθών ← MG ανθών; cf AG dial ἀνθεών]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go