Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθώ
4 εγγραφές [1 - 4]
Ανθώ s. Aνθή.
ανθώ [anθó] ανθεί, ipf ανθούσα
  • ① flower, bloom, blossom (syn in ανθίζω 1):
    • ανθούν οι αμυγδαλιές, οι γιασεμιές |
    • ανθεί τ' αγιόκλημα, το θυμάρι, το λουλούδι, το τριαντάφυλλο |
    • folks. εγώ σαν άμπελος ~, σαν χώρα λουλουδίζω |
    • άλλα δέντρα αρχίζουν κι ανθούν, ο τροχός της ζωής γυρίζει (Kazantz) |
    • poem ακόμα σειέται η λυγαριά και πάντα ανθεί η δαφνούλα (Palam) |
    • στα ερείπια του ναού της Aφροδίτης | κρίνος ανθεί με χάρη μυστική (id.) |
    • στην πρόσχαρη πατρίδα σου, που ανθεί κι αναβλαστάνει | παντοτινή μιαν άνοιξη (Malakasis) |
    • χαράς μου το άνθος το χλωμό, που ανθεί στο πέρασμά σου (Skipis) |
    • μυρίσαν οι φραγές, τα δέντρα ανθούν και πιάστηκε η πνοή μου (Kazantz Od 17.340)
  • ⓐ trans grow, bring or put forth, produce:
    • poem σα σ' ένα απάτητο νησί, που ανθούν γιγαντωμένα | λούλουδα θεία οπ' όνομα δεν έχουνε κανένα (Sikel) |
    • fig |
    • poem μια ρίζα εμείς ριζώνουμε όλοι μας και μιαν ψυχήν ανθούμε (Kazantz Od 21.1274)
  • ② fig develop, appear (syn in ανθίζω 2):
    • τώρα συλλογιζότανε και το κακό, το ειρωνικό χαμόγελο, που θ' ανθούσε στα λεπτά, τα φαρμακωμένα της χείλη (Nirvanas) |
    • poem σ' ένα χείλος ανθεί το σ' αγαπώ (Panagiotop) |
    • βαραίνει ο λόγος μας εκεί | κι ανθεί με δυσκολία στο στόμα (Zevgoli) |
    • η αμφιβολία του χρόνου ανθεί στο πρόσωπό μου (Koulouris)
  • ⓑ prosper, thrive, flourish (syn in ανθίζω 2b):
    • ο πολιτισμός ανθεί και μαραίνεται |
    • εκεί ανθεί η όπερα |
    • ανθεί η οικονομία του τόπου |
    • ο εξπρεσσιονισμός ανθούσε κι όταν πλησίαζε το τέλος του |
    • ο επαρχιακός τύπος ανθεί σ' όλες τις γωνιές της |
    • τα σχολεία ανθούν |
    • ανθεί η πνευματική ελευθερία |
    • η μαύρη αγορά ανθεί |
    • ο τουρισμός ανθεί στη Δωδεκάνησο |
    • prov το ψέμα ψέγεται κ' η αλήθεια ανθεί |
    • οι ελληνικές κοινότητες άρχισαν ν' ανθούνε ξεκομμένες απ' το αμερικανικό σύνολο (Venezis) |
    • η φιλοσοφική θεώρηση των αξιών ανθεί σ' εποχές ηθικής χαλάρωσης και κοινωνικής αναρχίας (Papanoutsos) |
    • το ερωτικό διήγημα ανθούσε τότε στα γαλλικά γράμματα και διαβαζότανε απ' τη γλωσσομαθή νεολαία της εποχής (Melas) |
    • η ταξιδιωτική εντύπωση σα λογοτεχνικό είδος ακμάζει και ανθεί τα τελευταία χρόνια στην Eλλάδα (Sachinis) |
    • poem κι ~ και χαίρομαι τα κάλη | που έχ' η ζωή (Palam) |
    • κι όπως ανθούμε εδώ στης γης, ν' ανθούμε και στ' αστέρια (Sikel) |
    • .. του ασκητή, συχώρεσέ με, αφέντη, η κόρη | πανώρια ανθεί κρουφά, και μάτι αντρούς δεν τρύγησέ τη ακόμα (Kazantz Od 17.581)

[fr kath ανθώ ← MG, AG]

ανθών, -ούσα, -όν [anθón] (L)
  • prospering, thriving, flourishing:
    • ανθούσα βιομηχανία, πόλη, συνοικία |
    • ανθούσα ιδιωτική πρωτοβουλία |
    • ανθούσα γεωργία των σκανδιναβικών χωρών |
    • poem της ευτυχίας που νείρεται δεν τη βαραίνει η έννοια, | βαθιά ως ξανοίγει δίπλα της η ανθούσα αναπνοή (Sikel) |
    • σας ζω, και ζω μαζί με σας χίλιες ζωές αντάμα | παθητικές, παρήγορες, ανθούσες, πικραμένες (Malakasis)

[fr kath ανθών, prp of AG ἀνθῶ]

ανθώνας [anθónas] ο, (L)
  • flower-bed or flower-garden:
    • ο κήπος του είναι σωστός ~ |
    • ένας ~ με πολύτιμα, πολύ περιποιημένα λουλούδια (Petsalis) |
    • τριαντάφυλλο των ανθώνων |
    • το πράσινο των ανθώνων |
    • τα προάστια είναι γεμάτα ανθώνες |
    • το περιβόλι του ήταν ένας μεγάλος, στενόμακρος ~ (Xenop) |
    • προβολείς αναδεικνύουν τον ανθώνα που με τους δικούς του επίκτητους ιριδισμούς προσλαμβάνει μορφή φαντασμαγορίας (Thrylos) |
    • από τη μια μέρα στην άλλη μπορείς να δεις εντελώς αλλιώτικους αυτούς τους θεσπέσιους ανθώνες (Chatzinis) |
    • poem πνεύμα γλυκύτατο σε πλούσιο ανθώνα (Markoras) |
    • του ανθρώπου η τύχη .. θέλ' ήταν άλλη, | κι ο θαυμαστός ~ σου δεν θα 'χε θάλει (Athanas) |
    • ανθώνες τέρψεως και τρυφής και κελαϊδήματα (Papatsonis) |
    • αχ, τον κόσμο των λούλουδων έρχεσαι | να ταράξεις ξανά στους ανθώνες (Skipis)

[fr kath ανθών ← MG ανθών; cf AG dial ἀνθεών]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες