Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ανθύπατος
1 item total
ανθύπατος [anθípatos] ο, (L)
  • proconsul:
    • ρωμαίος ~ |
    • παίρνουν διαταγές από τον ανθύπατο της Mακεδονίας |
    • το θεωρείο του ανθυπάτου |
    • όταν ο Kικέρων διορίσθηκε ~

[fr kath ανθύπατος ← LK, cpd of pref ἀνθ- & Hπατος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go