Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ανθύλλιο
1 item total
ανθύλλιο [anθílio] το, (L)
  • ① bot small flower, floret, floweret (syn λουλουδάκι):
    • ευώδη, πολυπέταλα, φραγκισκανά ανθύλλια |
    • νύφη με πέπλα με ανθύλλια στο χέρι (Venezis)
  • ② archit flower (as ornament), floral motif:
    • ανθύλλια από χρυσό έλασμα |
    • στοά στολισμένη με ανθύλλια |
    • στις τέσσερεις γωνιές από μια μέλισσα εμπρός σ' ένα ~

[fr kath ανθύλλιον ← LK ἀνθύλλιον, dimin of ἄνθος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go