Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ανθυποφορά
1 item total
ανθυποφορά [anθipoforá] η, (L) (figure
  • of speech) reply to a possible or anticipated objection:
    • σχήμα ανθυποφοράς |
    • υπάρχουν δύο όροι της ρητορικής, υποφορά και ~, που έχουν σχεδόν την ίδια σημασία (Papathomop) |
    • στο πλαίσιο του λόγου ανθομανούν τα ρητορικά σχήματα, οι υποφορές, οι ανθυποφορές, εικόνες, παραβολές (Dimaras)

[fr kath ανθυποφορά ← LK, cpd w. υποφορά 'figure of speech in which the speaker asks a question which he himself answers']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go