Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανθρωπεύω [anθropévo] aor ανθρώπεψα (subj ανθρωπέψω), mi ανθρωπεύομαι, aor ανθρωπεύτηκα
- ① trans make (s.o. or sth) human, humanize, civilize, refine (syn εξανθρωπίζω, εκπολιτίζω):
- πρέπει ν' ανθρωπέψουμε τους ανθρώπους |
- με τον ιδεαλισμό του ανθρώπευε κάθε πνεύμα, που εισέβαλε μ' αγριότητα στο έδαφός του (Theodorakop) |
- πόσο έχει ανθρωπέψει τον άνθρωπο ο κοινωνικός βίος με τους πολλούς και ποικίλους θεσμούς του; (Papanoutsos) |
- εμείς σας λευτερώσαμε και σας ανθρωπέψαμε (Varnalis) |
- ζητούμε τη λογική σας να την ανθρωπέψουμε (Evelpidis)
- ⓐ improve, ameliorate (syn βελτιώνω, καλυτερεύω, τακτοποιώ):
- ~ το σπίτι |
- πηγαίνει ο άνθρωπος τη μύτη του στο χειρουργείο και την περιορίζει, την πλάθει, την ανθρωπεύει (Melas) |
- μπορούν ν' ανθρωπέψουν κάπως την περιποίηση ενός αρρώστου (ADoxas) |
- poem να σβήσουν τον ασβέστη | ν' ανθρωπέψουνε | τον τάφο τους (TKarousos)
- ② intr ανθρωπεύω or mi ανθρωπεύομαι become human, act as a human being, become or act civilized (syn ανθρωπίζω 1, εξανθρωπίζομαι):
- ο γιος μου άρχισε ν' ανθρωπεύει |
- έβλεπε τα ζώα σαν ανθρώπους που είτε στερηθήκαν την ανθρωποσύνη τους, είτε δεν πρόφτασαν ακόμα ν' ανθρωπέψουν (Prevelakis) |
- όλες οι κοπέλες ανθρωπεύουν σ' αυτό το σπίτι (Eftaliotis) |
- σιγά σιγά μεγάλωσαν οι δουλειές του, ανθρώπεψε (Tsirkas) |
- οι θεοί των Eλλήνων από τιτανικοί ανθρωπεύουν, γίνονται δίκαιοι κριτές των ανθρώπινων πράξεων (Evelpidis) |
- ο πολιτισμός με τον καιρό ανθρωπεύει (id.) |
- έμειναν εφεδρεία κάμποσες μέρες, ξεκουράστηκαν, ανθρωπεύτηκαν (ChZalokostas)
[fr LMG (Somavera, 1709) ανθρωπεύω ← AG mi ἀνθρωπεύομαι]
- ① trans make (s.o. or sth) human, humanize, civilize, refine (syn εξανθρωπίζω, εκπολιτίζω):