Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ανθρακούχος
1 item total
ανθρακούχος, -α, -ο [anθrakúxos] (L)
  • of or containing carbon or coal, carboniferous (syn ανθρακοφόρος):
    • ~ χάλυβας carbon steel |
    • ανθρακούχα βόμβα carbonic bomb |
    • ανθρακούχες ενώσεις carbon compounds |
    • ανθρακούχο κοίτασμα |
    • ανθρακούχο υδρογόνο coal gas |
    • ανθρακούχα περιοχή |
    • ανθρακούχοι σχιστόλιθοι |
    • στον αιώνα της ατομικής ενεργείας εξακολουθούν οι μαύροι άνθρωποι να χτυπούν με τον καζμά τους τα τοιχώματα των ανθρακούχων στοών και να θάβονται σ' αυτές (Melas)

[fr kath (neol, Koumanoudis), cpd of άνθραξ & combin. form -ούχος (έχω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go