Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθοταξία
1 εγγραφή
ανθοταξία [anθotaksía] η, (L) bot
  • inflorescence (syn ταξιανθία)

[fr kath ανθοταξία, cpd of άνθος & combin. form -ταξία; cf ομοταξία etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες