Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανθοσμίας [anθozmías] ο, (L)
- wine redolent w. flowers:
- αγγεία με ανθοσμία |
- εκτός από το ρετσινάτο έκαναν τον ανθοσμία, ρίχνοντας μέσα άνθη για να πάρει άρωμα (ChZalokostas) |
- poem στην αγκαλιά σου σκλάβος ας χαθώ, | Πειθώ, παρά να ζήσω με τη βία | κι αν μου προσφέρει ακόμα να μεθώ | σε ποτήρι χρυσό τον ανθοσμία (Palam)
[fr kath ανθοσμίας ← K, AG]
- wine redolent w. flowers: