Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ανθοσμίας
1 item total
ανθοσμίας [anθozmías] ο, (L)
  • wine redolent w. flowers:
    • αγγεία με ανθοσμία |
    • εκτός από το ρετσινάτο έκαναν τον ανθοσμία, ρίχνοντας μέσα άνθη για να πάρει άρωμα (ChZalokostas) |
    • poem στην αγκαλιά σου σκλάβος ας χαθώ, | Πειθώ, παρά να ζήσω με τη βία | κι αν μου προσφέρει ακόμα να μεθώ | σε ποτήρι χρυσό τον ανθοσμία (Palam)

[fr kath ανθοσμίας ← K, AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go