Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ανηφοροκατήφορος
1 item total
ανηφοροκατήφορος [aniforokatíforos] ο,
  • ascent and descent, up and down climb, pl ανηφοροκατήφοροι οι, ups and downs:
    • βασανιστικός ~ |
    • καλντερίμια της πολιτείας δεν τα αισθάνεται κανείς βασανιστικά στα πόδια του με τον ατελεύτητο ανηφοροκατήφορό τους (Panagiotop) |
    • οι δρόμοι ήταν μόλις χαραγμένοι, ανηφοροκατήφοροι (Terzakis)

[cpd of ανήφορος & κατήφορος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go