Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ανηλικότητα
1 item total
ανηλικότητα [anilikótita] η, s. ανηλικιότητα
:
  • το ελαφρυντικό της ανηλικότητας |
  • η ~ των κληρονόμων δεν βλάφτει το κύρος της συμφωνίας (Christidis) |
  • η Eύα παρά την ανηλικότητά της είναι η πρώτη που παραβίασε τη θεία εντολή (Palaiologos)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανηλικότης, der of ανήλικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go