Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανερεύνητος, -η, -ο [anerévnitos] (L)
- ① unexplorable, unresearchable (syn ανεξερεύνητος 1,:
- η γυναικεία φύση είναι ανερεύνητη |
- το μοναστήρι των αυγουστίνων έκανε μία παράκληση για την ανερεύνητη ψυχή του ανθρώπου (TAthanasiadis)
- ② unexplored, uninvestigated, unsearched (syn L ανεξερεύνητος, ant ερευνημένος):
- ανερεύνητα προβλήματα |
- κατεστραμμένα και ανερεύνητα μνημεία |
- ~ οικισμός |
- ανερεύνητοι αρχαιολογικοί χώροι |
- η καρδιά της Eυρώπης κατέβηκε στις ακροθαλασσιές και βίγλιζε τους ανερεύνητους κόσμους (Panagiotop)
[fr AG ἀνερεύνητος (: ἀνερευνῶ)]
- ① unexplorable, unresearchable (syn ανεξερεύνητος 1,: