Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανεξέταστος, -η, -ο [aneksétastos] (L)
- unexamined:
- η φιλοσοφία δεν μπορεί ν' αφήσει ανεξέταστους αυτούς τους όρους (Theodorakop) |
- οι στράτες του Θεού είναι ανεξέταστες (Prevelakis) |
- πολλά προβλήματα της κλασικής παιδείας έμειναν ολωσδιόλου ανεξέταστα (Kakridis) |
- ήταν αδύνατο να μείνει ανεξέταστο και αναπάντητο το σοβαρό τούτο επιχείρημα (Papanoutsos) |
- έπρεπε να μην αφήσουν οι μαθητές του Ωριγένη κανένα μόριο αλήθειας ανεξέταστο (Tatakis) |
- η ανεξέταστη ζωή δεν είναι ζωή ανθρώπινη, είναι απλώς φυτοζωία φυσικού πλάσματος (Lambridi)
[fr MG ανεξέταστος ← PatrG, K, AG ἀνεξέταστος, cpd of pref ἀν- & *ἐξεταστός (: AG ἐξετάζω; cf ἐξεταστ-ικός)]
- unexamined:



