Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανενδοίαστος1 [anen∂íastos] ο, (L)
- unhesitant, unhesitating person (syn ο αδίστακτος):
- οι ανενδοίαστοι έχουν παίξει τεράστιο ρόλο στις ανθρώπινες τύχες (Panagiotop)
[substantiv. m of adj ανενδοίαστος]
- unhesitant, unhesitating person (syn ο αδίστακτος):
- ανενδοίαστος2, -η, -ο [anen∂íastos] (L)
- unhesitant, unhesitating, resolute (syn αδίστακτος):
- ανενδοίαστη διαστροφή των πραγμάτων |
- ανενδοίαστη λογοκρισία |
- ανενδοίαστες διαβεβαιώσεις |
- όταν βρισκόμαστε στην ανάγκη να περιγράψουμε ένα πρόσωπο με τα μελανότερα χρώματα, χρησιμοποιούμε ανάμεσα στ' άλλα, και τούτο, το ~ (Panagiotop) |
- η ανενδοίαστη ιδιοτέλεια, ο αδίστακτος καιροσκοπισμός, η ιδεολογική ασυνέπεια είναι ηθικά ομοειδείς περιπτώσεις (Papanoutsos) |
- ο Δάντης μάς προσφέρει αυτούς τους στίχους ~ (Papatsonis) |
- η ανενδοίαστη χρησιμοποίηση του ονόματος Έλλην με την εθνική του σημασία άρχισε να συνδέει στενά την ορθοδοξία με την ελληνική εθνότητα (Vacalop) |
- το φοβερότερο απ' όλα τα ψηφοθηρικά όπλα υπήρξε η ανενδοίαστη χρησιμοποίηση του ονόματος του Bασιλέως Kωνσταντίνου (Roussos) |
- poem κι άλλο δεν είμαστε παρά η τύψη, | η ακατάλυτη, | η αδιάλλαχτη, | η ανενδοίαστη τύψη (Panagiotop)
[fr LK ἀνενδοίαστος, cpd of pref αν- & AG ἐνδοιαστός (Hippocr.), verbal adj of ενδοιάζω]
- unhesitant, unhesitating, resolute (syn αδίστακτος):