Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ανεμόχολο
1 item total
ανεμόχολο [anemóxolo] το, region.
  • storm (syn ανεμοθύελλα, δρολάπι):
    • οι χωριάτες προχωρούσαν μ' αλαλητό, σαν κοπάδι απ' αγριοπούλια, που τ' απάντησε ~ (Vlachogiannis) |
    • όταν φυσούν οι δρόλαπες και τ' ανεμόχολα, το κάνουν με λύσσα (ChZalokostas) |
    • νοιώθει τ' ~ να φουσκώνει στα στήθια του μέσα (Krystallis) |
    • poem ήσκιοι πυκνοί, διανέματα αγανά φουρφούριζαν ολούθε | κι ως ~ συντύλιγαν τον ψυχοπουλολόγο (Kazantz Od 14.750)

[cpd of άνεμος & χολή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go