Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεμοσάλεμα [anemosálema] το, (D) & lit
- swaying:
- το ~ του δέντρου, των φυτών |
- αφουγκράζεται τ' ~ των δρυών, ξεκουράζεται (Athanasiadis-N) |
- το σπλάχνο της γυναίκας λαχταρίζει, το ~ της ανεβάζει το αίμα στο λαιμό και τήνε πνίγει (Prevelakis)
[cpd of AG ἄνεμος & σάλεμα (← LK σάλευμα, Artemidorus, 2nd c. AD)]
- swaying: