Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμοσάλεμα
1 εγγραφή
ανεμοσάλεμα [anemosálema] το, (D) & lit
  • swaying:
    • το ~ του δέντρου, των φυτών |
    • αφουγκράζεται τ' ~ των δρυών, ξεκουράζεται (Athanasiadis-N) |
    • το σπλάχνο της γυναίκας λαχταρίζει, το ~ της ανεβάζει το αίμα στο λαιμό και τήνε πνίγει (Prevelakis)

[cpd of AG ἄνεμος & σάλεμα (← LK σάλευμα, Artemidorus, 2nd c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες