Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεμοκαύκαλος, -η, -ο [anemokáfkalos]
- harebrained, foolish, empty-headed (syn ελαφρόμυαλος):
- οι πρόκριτοι παίζανε ζάρια, ο Πορφυρογέννητος ~ (Ilamprou, adapted) |
- poem ο ~ λαός πηδάει και χαίρεται θαρρώντας | πως ο βαρύς Θεός συνάκουσε το κάλεσμα του ανθρώπου (Kazantz Od 16.88)
[cpd of άνεμος & καύκαλο]
- harebrained, foolish, empty-headed (syn ελαφρόμυαλος):