Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεκτικότητα
1 εγγραφή
ανεκτικότητα [anektikótita] η, (& L ανεκτικότης) (L)
  • patience, tolerance, forbearance (near-syn ανοχή):
    • δείχνει μεγάλη ~ |
    • είχε αναπτυχθεί η αρετή της ανεκτικότητας στο Bυζάντιο |
    • αντιμετώπιζαν δύσκολα προβλήματα με την ~ |
    • επιείκεια και ~ |
    • τον διέκρινε αμεροληψία και ~ |
    • τον θαυμάζουν για την υπομονή και την ανεκτικότητά του |
    • κάνει κατάχρηση της ανεκτικότητάς μας και ασχημονεί (Papanoutsos) |
    • θαυμάζω την άπειρη ~ των Παριζιάνων (KParaschos) |
    • θρησκευτική ~ |
    • ο Kοπ εκήρυξε την ~ απέναντι των μεταρρυθμιστικών θρησκευτικών δοξασιών (Kanellop) |
    • ο Σεβαστιανός Kαστέλλιο εκήρυξε τον πόλεμο της ανεκτικότητας κατά της μισαλλοδοξίας (id.)

[fr kath ανεκτικότης (Koumanoudis), der of ανεκτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες