Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ανεκλάλητος
1 item total
ανεκλάλητος, -η, -ο [aneklálitos] (L)
  • inexpressible, indescribable, ineffable (syn in ανείπωτος 2):
    • ανεκλάλητη χαρά, πίκρα |
    • οι Bυζαντινοί μελωδοί διαλαλούν την ανεκλάλητη ευφροσύνη για τη νίκη κατά του θανάτου (Tatakis) |
    • γεμίζει την υλική σου ύπαρξη με ανεκλάλητες αγαλλιάσεις αισθησιακής ευδαιμονίας (Myrivilis) |
    • πώς να τη σωματώσεις στο λόγο την ανεκλάλητη ευδαιμονία; (Panagiotop) |
    • πνίγεται σε μιαν ανεκλάλητη μελαγχολία (Athanasiadis-N) |
    • λείπει απ' το στίχο του το ανεκλάλητο εκείνο συνταίριασμα της αρμονίας της μορφής και της γλωσσικής καθαρότητας (Palam) |
    • poem τη γλώσσα της σιωπής, τον ανεκλάλητον έρωτα των πραγμάτων (Themelis) |
    • κ' είναι ανεκλάλητο το πώς βοσκάω σε λειμώνα | χλιδής και πραότητος (Papatsonis) |
    • κι ας χύνεται ανεκλάλητη, με νέα τεράστια τόξα, | η ζωντανή ξοπίσω του παλίρροια των ψυχών (Sikel)

[fr MG ← LK (3rd c. BC) ανεκλάλητος, cpd of pref αν- & *εκλαλητός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go