Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανειπωτ
3 εγγραφές [1 - 3]
ανείπωτα [anípota] adv (D) common & lit
  • inexpressibly (syn ανέκφραστα, απερίγραπτα, υπερβολικά):
    • στίχοι ~ ωραίοι |
    • το έργο είναι ~ μεγάλο και τολμηρό (Athanasiadis-N) |
    • η ιδέα τούτη με ανακουφίζει ~ (Terzakis) |
    • η αγωνία τούς έχει σφίξει ~ την καρδιά (Petsalis) |
    • poem κι ως έπεσε με βρόντο ~ τον πόνεσαν οι Aργίτες (Homer Il 16.599 Kaz-Kakr)

[der of ανείπωτος]

ανείπωτο [anípoto] το,
  • inexpressible thing (syn το ανέκφραστο, το άρρητο):
    • ο λόγος φτάνει στο ~ (Tsatsos) |
    • βυθίζω το νου μου μέσα στο άρρητο, το ~ (Theodorakop) |
    • μισούν το αόριστο, το ακαθόριστο, το ~ (Kazantz) |
    • poem .. στα βαριά μύρα του κήπου του | σε θέλγει ο ήσκιος της, παραλλαγή του Aνείπωτου (Melachrinos)

[substantiv. n of ανείπωτος]

ανείπωτος, -η, -ο [anípotos]
  • ① unspoken, unsaid (ant ειπωμένος):
    • ο ~ λόγος |
    • η πρώτη φράση μένει ανείπωτη (Panagiotop) |
    • το πιο βαθύ μας μυστικό μένει ανείπωτο (Kazantz) |
    • το καίριο και το ουσιαστικό θα μείνει πάντα ανείπωτο (Chatzinis) |
    • poem σύσφλοισβο ρυάκι λόγια σού χαράζει ανείπωτα (Melachrinos) |
    • να πούμε όλα τ' ανείπωτα | λογάκια της αγάπης μας (Myrtiotissa)
  • ② inexpressible, indescribable, ineffable (syn ανέκφραστος, L άφατος,:
    • ανείπωτη χαρά, ελπίδα, γλύκα, αγαλλίαση, ομορφιά, ευτυχία, αγάπη, νοσταλγία, συγκίνηση, καλοσύνη, πίκρα, ταραχή, θλίψη, οδύνη, σφαγή |
    • ανείπωτες έγνοιες, κακουχίες, στερήσεις, συμφορές, θηριωδίες |
    • ανείπωτο κακό, πένθος, δράμα |
    • ανείπωτο χάδι, θέλγητρο |
    • ανείπωτα δεινά |
    • θα γεμίσει από την ανείπωτη γλυκύτητα των ουρανών (Theotokas) |
    • με μια ανείπωτη τρομάρα έπεσε σ' εκείνο τ' ανθρωπομάνι (Myrivilis) |
    • οδήγησαν τελικά την Eλλάδα στην ανείπωτη καταστροφή (Psathas) |
    • poem συμπόνεση κρουφή κι ανείπωτη τον συνεπήρε αγάπη (Kazantz Od 17.246) |
    • .. κ' η ψυχή μου | λουζόταν σε μιαν ανείπωτη ομορφάδα (Karyotakis) |
    • ω ανείπωτη χαρά, σαν πήδησε | στη ρώγα της υγείας η στάλα (Sikel) |
    • τ' άνθη μεθούσαν από τ' άρωμά τους, | μέσα σε μιαν ανείπωτη αρμονία .. (Lapathiotis) |
    • η θάλασσα η ανείπωτη σαν την ψυχή μας (Themelis)

[cpd of pref αν- & *ειπωτός ← είπα (aor AG λέγω); cf ανίδωτος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες