Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ανεικονικός
1 item total
ανεικονικός, -ή, -ό [anikonikós] (L)
  • non-representational (ant εικονικός):
    • ανεικονικό σχήμα του κορμιού |
    • ανεικονική τέχνη nonfigurative, abstract art |
    • αντικείμενα ανεικονικής λατρείας της θεότητας (SAlexiou) |
    • οι ανεικονικοί θεωρητικοί και καλλιτέχνες (Dizikirikis) |
    • αυτό οφείλονταν στο ανεικονικό πνεύμα της ιουδαϊκής θρησκείας (Michelis)

[neol, cpd of pref αν- & AG εἰκονικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go