Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεβαίνω [anevéno] (& L αναβαίνω) aor ανέβηκα (subj ανέβω & ανεβώ)
- ① intr go up, ascend (syn L ανέρχομαι, ant κατεβαίνω):
- ~ στο βουνό, στο δέντρο, στο ταβάνι, στον Aκροκόρινθο, στις επάλξεις |
- ~ στο βήμα |
- εγώ θ' ανέβω στο μαντρότοιχο, κανένας άλλος (KPolitis) |
- τα βήματά τους αντήχησαν στην ξύλινη σκάλα που ανέβαινε στο απάνω πάτωμα (Theotokas) |
- poem τον εχθρό θωρώ να φύγει | και στο κάστρο ν' ανεβεί (Solomos) |
- phr ~ στο θρόνο, στο αξίωμα I ascend the throne; I assume or enter the office |
- phr ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι του the blood rushed to his head
- ⓐ rise:
- phr ανεβαίνει ο ήλιος, ο καπνός, το ποτάμι, η θερμοκρασία, το κρύο |
- μια ξύλινη σκάλα ανέβαινε τοίχο-τοίχο από το κατώγι στο ανώγι (Prevelakis)
- ② trans ascend, climb:
- ~ το λόφο, τα βουνά |
- κατέβηκε τα σκαλοπάτια που με τόσο κόπο ανέβηκε (Andronikos)
- ③ be increased, rise:
- ανεβαίνουν οι τιμές, οι μισθοί, τα έξοδα, οι μετοχές, η λίρα, τα τρόφιμα |
- τα μεροκάματα ανέβηκαν τριακόσιες φορές πάνω απ' τα προπολεμικά |
- poem οι μετοχές του ατσαλιού ανεβαίνουν στη Nέα Yόρκη και στο Λονδίνο (Panagiotop)
- ④ rise, improve (syn προοδεύω):
- ανεβαίνει ο λογοτέχνης, η αστική τάξη |
- ανεβαίνουν οι έμποροι |
- ανεβαίνει η ποιότητα του ανθρώπου |
- ανεβαίνει η πνευματική στάθμη |
- η γλυπτική ανέβηκε τότε γρήγορα στην κορυφή, σαν να 'κανε φτερά (ChZalokostas) |
- θα συγγένευαν με την αριστοκρατία, θ' ανέβαιναν κοινωνικώς (Xenop)
- ⑤ be increased (of population, number, percentage):
- ανεβαίνει ο πληθυσμός, ο αριθμός, το ποσοστό |
- έπειτα άρχισε ν' ανεβαίνει ο αριθμός τους κατακόρυφα (Papanoutsos)
- ⑥ arrive:
- ανεβήκαμε στην πρωτεύουσα (KSKonstas)
- ⑦ rise (of yeast or bread):
- ανεβαίνει το ζυμάρι, το ψωμί
- ⑧ theat ανεβαίνει be staged, presented, mounted (a play):
- είχε μπει αρχή απαράβατη να μην ανεβαίνει έργο χωρίς μακρά προετοιμασία (Melas)
[fr MG ανεβαίνω bes αναβ- ← AG ἀναβαίνω]
- ① intr go up, ascend (syn L ανέρχομαι, ant κατεβαίνω):