Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανδροπρεπώς [an∂roprepós] adv (L)
- manfully (syn αντρίκεια):
- ο ποιμένας θέλησε να ξενίσει ~ την ξένη (Palaiologos)
[der of ανδροπρεπής w. suff -ώς]
- manfully (syn αντρίκεια):