Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανδρεία
2 εγγραφές [1 - 2]
ανδρεία1 [an∂ríα] adv (L)
  • bravely, valiantly (syn αντρεία, αντρειωμένα, γενναία):
    • επολέμησαν ανδρειότατα και εφόνευσαν πολυάριθμους Πέρσας (Demetrieis) |
    • πολέμησε ~, παραστάτης των Eλλήνων και Pωμαίων (Papatsonis) |
    • poem για τούτο ας τους κωφεύσουμε· ~ | ν' αντιπαρέλθουμε· κλ (id.)

[der of ανδρείος]

ανδρεία2 [an∂ría] η, (& Valaor; lexica ανδρειά) (L)
  • manliness, bravery, valor, prowess (syn ανδρειοσύνη, γενναιότητα, παλληκαριά, ant ανανδρία, δειλία):
    • πολεμική, πολλή, ψυχική, εξαιρετική, φιλοσοφική, ελληνική ~ |
    • ~ των πολεμιστών, των κατοίκων, των Aθηναίων |
    • αριστείο, μετάλλιο ανδρείας |
    • η ~ κ' η θυσία |
    • δόξα και ~ |
    • δεν τους λείπει η τόλμη και η ~ |
    • ο M. Aλέξανδρος είναι υπόδειγμα ανδρείας και σύνεσης (Vacalop) |
    • ~ = ηγείσθαι μη δεινά τα δεινά (Papanoutsos) |
    • άλλο ~ και άλλο (απερίσκεπτη) αφοβία και τόλμη (τρελή) (id.) |
    • η ~ έχει ψυχολογική προϋπόθεση την αντινομία φόβου και λόγου (Despotop) |
    • πρέπει να πιστέψει κανείς σε κάτι, για να έχει ~ στον αγώνα του (Tsatsos) |
    • πρωταρχική αρετή μέσα στην πάλη της ζωής ήταν η ~ (Theodorakop) |
    • η ψυχή του ανθρώπου ονομάζει τα πάντα σύμφωνα με την αντρεία ή την αναντρία της (Kazantz) |
    • folks. και ρίχτηκαν εις την Tουρκιά με όλην την ανδρειά τους (DPetrop) |
    • poem ξίφος έξω από τη θήκη | πλέον ανδρείαν σου προξενεί (Solom) |
    • όταν δεν είναι για σφαγή κι αφανισμό ελπίδα, | χάνετε τ' άγριο, την ψυχή, την τόλμη, την ~ (Palam) |
    • έφαγ' η φλόγα τ' άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου (Valaor)

[fr kath ανδρεία ← MG ανδρεία (also MG ανδρειά, αντρεία, αντρειά) ← K, AG ἀνδρεία; cf ἀντρεία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες