Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναφύομαι
1 εγγραφή
αναφύομαι [anafíome] aor 3pl αναφύονταν (L)
  • ① spring up:
    • δύο ζευγάρια αντωπά παγώνια .. κι ανάμεσά τους υπάρχουν κάνθαροι απ' όπου αναφύονται κληματίδες (Bakirtzis)
  • ② fig rise, arise:
    • μικρά και μεγάλα προβλήματα αναφύονταν αλλεπάλληλα |
    • τα δικαστήρια επιλύουν τις διαφορές που αναφύονται |
    • στοιχεία των ποικίλων συλλογικών ενοτήτων που αναφύονται μέσα στο χρόνο (Tsatsos)

[fr K ἀναφύω (pap, 6th-7th c.) PatrG ← AG ἀναφύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες