Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ανασχηματισμός
1 item total
ανασχηματισμός [anasCimatizmós] ο, (L)
  • reconstitution, reconstruction, re-formation, transformation:
    • ο θεωρητικός νους χρησιμοποιεί στις κατασκευές του, με τους αλλεπάλληλους ανασχηματισμούς που επιχειρεί, ολοένα περισσότερα στοιχεία της διευρυνόμενης πραγματικότητας (Papanoutsos) |
    • οι εύκολοι ανασχηματισμοί των καταστάσεων και των διαψεύσεων ασκούν απαγορευτική επίδραση στη στερεοποίηση ενός προσώπου (Panagiotop)
  • ⓐ phr ~ της κυβερνήσεως reorganization, reshuffling of the cabinet

[fr kath (Koumanoudis), neol, ανασχηματισμός, der of ανασχηματίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go