Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναπηρία
1 εγγραφή
αναπηρία [anapiría] η, (L)
  • ① physical disability, infirmity, crippled condition (syn rare σακατιλίκι, ant αρτιμέλεια):
    • ανθρώπινες αναπηρίες |
    • οι πόλεμοι προκαλούν ~ εκατομμυρίων ανθρώπων |
    • πάσχει από σωματική ~ |
    • έχω μια ~ |
    • έχει συνηθίσει την ~ του |
    • η ~ τον έκαμε δυσκίνητο, τον ακινητεί |
    • ~του αριστερού χεριού του |
    • η ~ είναι ίσως χειρότερη από το θάνατο |
    • η ~στερεί το συνάνθρωπό μας από απολαύσεις και χαρές (Thrylos) |
    • ένοιωσαν την έλλειψη αναστήματος σαν ~ (Melas) |
    • η συγγραφική του εργασία αισθάνθηκε τον αντίκτυπο της αναπηρίας του (Louros) |
    • σύνταξη αναπηρίας disability pension
  • ⓐ chronic ill-health, invalidism; affliction, infirmity:
    • οι αναπηρίες του γήρατος the infirmities of old age
  • ② fig deficiency, affliction:
    • αισθητήριες αναπηρίες |
    • κώφωση και τύφλωση |
    • διανοητική ~ mental infirmity |
    • ψυχική ~ |
    • νοητική ~ |
    • ~ του πνεύματος, πνευματική ~ |
    • η λειψάδα του βιβλίου εγέννησε και την πνευματική ~ της εποχής |
    • η αγλωσσία είναι γενικότερα διανοητική, πνευματική ~ (Papanoutsos) |
    • η θεματολογική πενία ή η παραστατική ισχνότητα του ποιητικού λόγου οφείλεται στην ~ του θυμικού, σε έλλειψη ευαισθησίας (id.) |
    • όποιος δεν βλέπει τη φύση την αρνείται· να μια ιδεαλιστική φιλοσοφία που δικαιολογεί κάθε ζωγραφική ~ (Papantoniou)
  • ⓑ deficiency, defect, failing:
    • τρεις ελληνικές γλώσσες (αρχαία, καθαρεύουσα, δημοτική) .. από τις μεγάλες αναπηρίες της παιδείας μας (Palaiologos)

[fr AG ἀναπηρία 'lameness, mutilation']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες