Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναπαράσταση [anaparástasi] η, gen αναπαραστάσεως (L)
- ① representation (in arts and writing):
- ιχνογραφική, ζωγραφική, φωτογραφική, μιμική κλ ~ |
- ~της ζωής |
- αναπαραστάσεις παρμένες από τη φύση |
- ~ του κόσμου |
- πιστή, ρεαλιστική ~ |
- ~ προσώπου |
- θεϊκές αναπαραστάσεις |
- ~ μιας ιστορικής στιγμής |
- ~ μυθολογικών σκηνών |
- ~ σκηνών από τη ζωή του Mεγάλου Aλεξάνδρου (Kanellop)
- ⓐ fig representation of abstracts, concepts, ideas etc:
- ~ των ιδεών που είχαν οι Bυζαντινοί για τη θρησκεία |
- συμβολική ~ των κοινωνικών αντιφάσεων |
- ~ ενός κοινωνικού περιβάλλοντος, ~ των ηθών μιας εποχής |
- η ~ και ερμηνεία της πραγματικότητας από τον Όμηρο |
- ~ του πνεύματος και του κλίματος μιας εποχής (Sachinis) |
- μια λαμπρή ~ του λυρισμού του Mισελέ από τον Tαιν (Palam) |
- η ~ των σημερινών ρευμάτων και των πηγών τους (Papatsonis)
- ② pictorial or sculptural representation of a monument (temple, palace etc) or object reconstructed (as replica, scale model, diorama):
- αναπαραστάσεις μνημείων |
- σωστή και λεπτομερειακή ~ |
- ~ αρχαίου ναού |
- πλαστικές αναπαραστάσεις ανθρώπων και αντικειμένων (σε μουσεία) αναπαραστάσεις της ζωγραφικής σε αγγεία και σε μωσαϊκά
- ③ law fictitious repetition of a crime, reenactment:
- poem όμως ας αφήσουμε κάθε ~ | για τους ιατροδικαστές, τους ανατόμους | και τους μίμους (MAlexiou)
[fr kath αναπαράστασις, neol (Koumanoudis), der of αναπαριστώ; cf AG kath παράστασις]
- ① representation (in arts and writing):