Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναπάλλω [anapálo] mi αναπάλλομαι, aor subj αναπαλθώ (L)
- ① swing upwards (syn ανασείω, ανατινάζω)
- ② mi be stirred, oscillate, vibrate (syn σείομαι προς τα άνω, ανατινάζομαι, αναπηδώ):
- το αναπάντεχο θέαμα έκανε ν' αναπαλθούν ανήσυχα τα μάτια μας και να πλημμυρίσει από μιαν ευχάριστη, σχεδόν ηδονική έκπληξη η ψυχή μας (Papanoutsos) |
- poem δεν έχω λούλουδα να στρώσω να διαβείς | και στον αιθέρα που αναπάλλεται | φώτα δεν έχω να σκορπίσω (Michelis)
- ⓐ fig be stirred, be moved (syn δονούμαι, συγκινούμαι, συγκλονίζομαι):
- αισθήσεις και νόηση και θυμικό, όλες οι σφαίρες του εγώ αναπάλλονται μέσα στη μουσικήν απόλαυση (Papanoutsos) |
- αναδεύεται (η ψυχή) ως τα μύχιά της και κάθε χορδή της αναπάλλεται για να δοθεί ολόκληρη σ' αυτό το ανέκφραστο όνειρο (id.) |
- ευαισθησία σημαίνει .. την ικανότητα (της ψυχής) να αναπάλλεται ολόκληρη και στις παραμικρότερες δονήσεις του θυμικού (id.)
[fr AG ἀναπάλλω]