Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναμαλλιασμένος, -η, -ο [anamaljazménos]
- dishevelled, tousle-haired (syn ανάμαλλος, αναμαλλιάρης, αναμαλλιάρικος):
- κεφάλι αναμαλλιασμένο |
- γυναικόπαιδα έντρομα και αναμαλλιασμένα, έφευγαν για να γλυτώσουν από τη σφαγή (Varelas) |
- χωρίσανε αναμαλλιασμένοι, κουρελιασμένοι, με τα αίματα (Petsalis) |
- ελευτερώθηκ' επιτέλους αναμαλλιασμένη, ξαναμμένη .. (Drosinis) |
- τρόμαξε που τον είδε έτσι αναμαλλιασμένο κ' άγριο (Frangias) |
- ξεχωρίζει μαύρους ήσκιους, που τρέχουν και πηδούν αναμαλλιασμένοι, θεότρελοι από το φόβο τους (Karkavitsas)
[ppp of αναμαλλιάζω]
- dishevelled, tousle-haired (syn ανάμαλλος, αναμαλλιάρης, αναμαλλιάρικος):