Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αναλώνω
1 item total
αναλώνω [analóno] aor ανάλωσα, subj αναλώσω, pass αναλώνομαι, aor αναλώθηκα, 3sg αναλώθηκε (& αναλώθη), subj αναλωθώ
  • ① = αναλίσκω 1:
    • ~ τον εαυτό μου, τη ζωή μου για την πατρίδα |
    • ανάλωσε το τάλαντό του στο θέατρο |
    • μερικοί ιδιοφυείς έχουν αναλώσει μια ολόκληρη ζωή στην έρευνα (Panagiotop) |
    • ανάλωσε το μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής του ζωής για .. αυτόν τον άθλο (AVlachos) |
    • για να επιτύχομε αυτό, και τις υλικές και τις ψυχικές οικονομίες μας θα αναλώσομε (Papanoutsos)
  • ⓐ = αναλίσκω 1b:
    • προηγήθηκε μια γυναικεία φίρμα που την κατάκτησε .. αφού την ανάλωσε |
    • η αρχαιότητα είναι αθάνατη και κανείς δεν μπορεί ν' αναλώσει το νόημα και το κάλλος της (Theodorakop)
  • ② pass = αναλίσκω 2:
    • το Δημοτικό Συμβούλιο αναλώνεται για τα θέματα του Δήμου |
    • στις φυλακές και τα νοσοκομεία .. αναλώθηκαν τόσα χρόνια της ζωής του (Roufos) |
    • ο μεγάλος νους του είχε αναλωθεί στην επίπονη διανοητική εργασία τόσων ετών (Papanoutsos) |
    • αυτός ο λαός είναι βέβαιον ότι θα αναλωθεί από την ιστορία, αυτόν θα τον αλέσει ο τροχός, ο μύλος της ιστορίας (Theodorakop)

[fr MG αναλώνω ← K (pap) ἀναλῶ ← AG ἀναλῶ (-όω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go