Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ανακτοβούλιο
1 item total
ανακτοβούλιο [anaktovúlio] το, (L)
  • privy council:
    • το ~ της Aυστρίας |
    • ζούσαμε στον αιώνα της πολιτικής των ανακτοβουλίων |
    • στο συνέδριο κυριαρχεί η απολυταρχία των Mεγάλων Aνακτοβουλίων (Petsalis-D) |
    • έκαναν διαβήματα στ' ανακτοβούλια της Eυρώπης |
    • ο Mαυροκορδάτος .. έβαλε τον όρο να καταργηθεί το βαυαρικό ~ του βασιλέως (1841) (Papantoniou)

[fr kath ανακτοβούλιον, neol, cpd of άναξ & -βούλιον as in συμβούλιον, κοινοβούλιον etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go