Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανακλώμενος, -η, -ο [anaklómenos] (L)
- ① phys being refracted, being reflected:
- το ποσοστόν της ανακλωμένης ενεργείας εξαρτάται από το είδος και το χρώμα του υλικού στο οποίο προσπίπτει η ενέργεια
- ② fig being represented, being reflected:
- poem .. άριστος | ο που το έφτιαξε έτσι | ώστε η αγάπη μας ανακλώμενη στα κτίρια να γυρνά πίσω στο τερπνό υπερεγώ μας (Stringari)
[fr K ἀνακλώμενος w. different sense]
- ① phys being refracted, being reflected: