Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναθιβάλλω [anaθiválo] &, ναθιβάνω, ipf αναθίβαλλα (& ανεθίβαλλα), αναθίβανα, aor αναθίβαλα, subj αναθιβάλω
- ① speak of, mention, relate sth (syn μνημονεύω, διηγούμαι):
- μη μου το αναθιβάλλεις |
- phr μ' έπιασε λόξυγγας, κάποιος θα μ' αναθιβάνει |
- folks. την πιο όμορφη της γειτονιάς αναθιβάναν όλες (Dimitrakos) |
- poem έτσι είναι αλήθεια αυτά, καλόπαιδο, καθώς τ' αναθιβάνεις (Homer Il 24.373 Kaz-Kakr)
- ② region. & lit:
- recall, remember (syn αναπολώ L, θυμάμαι, μελετώ) αναθιβάνω τα λόγια του |
- στο νου μου αναθιβάνω κ. or κάτι I bring s.o. or sth to mind |
- δεν τον ~ ποιος ήταν (Dimitrakos) |
- αναθιβάνουμε κ' οι δυο .. τα όσα είδαμε (Kazantz) |
- αναθιβάλλει μέσ' το νου του ένα προς ένα τούτη τη νύχτα του Δωδεκάμερου (Myriv) |
- αναθίβανε τα βάσανα που 'χε σύρει (Prevelakis) |
- poem κάτασπροι, της σιωπής αναθιβάλλουν τους σκοπούς (Melachrinos) |
- την άδεια ζήση του αναθίβανε και τη χαμένη νιότη (Kazantz Od 17.318)
[fr MG αναθιβάλλω & αναθιβάνω, cpd of αν- and αθιβάλλω ← αμφιβάλλω (Hatzidakis)]
- ① speak of, mention, relate sth (syn μνημονεύω, διηγούμαι):