Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναγνώθω [anaγnóθo] region. (region. & lit αναγνώνω), ipf ανάγνωθα, aor ανάγνωσα
- ① read (syn in αναγινώσκω):
- αναγνώθει μουρμουριστά |
- ~ το γράμμα |
- ανάγνωθα τους βίους των αγίων |
- prov σα δεν ξέρης ν' αναγνώθης, μην ανοίγης τα κιτάπια (Dimitrakos) |
- το Kρινάκι του Γιαννίρη τάραξε τόσο τον κόσμο· τ' ανάγνωσαν πολλοί και τ' αναγνώθουν ακόμα (Psichari) |
- αν μάθαινα κανένα καινούργιο από το γράμμα που ανάγνωθα, το έλεγα παρακάτω και στους άλλους (Prevelakis) |
- folks. να ψέλνη, να καλοναρχά, να γράφη, ν' αναγνώνη (Peloponn) |
- poem γράφω κι αναγνώνω | τον παμπάλαιο πόνο (Melachrinos) |
- το μαύρο στύλο λες ανάγνωθαν των δαχτυλιών οι ρώγες (Kazantz Od 8.233) |
- θαρρείς κι ανάγνωθε στη φούχτα της το ριζικό του ανθρώπου (ib 19.972)
[fr MG αναγνώθω & αναγνώνω (the latter also in Somavera, 1709; dial Cypr αναγνώννω in Machairas)]
- ① read (syn in αναγινώσκω):