Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αναγνωρισμένος
2 items total [1 - 2]
αναγνωρισμένος1 [anaγnorizménos] ο, usu pl αναγνωρισμένοι οι
  • identified person, well-known individual:
    • όποιος βλέπει πολύ μακρύτερα από τους άλλους θεωρείται επικίντυνος οχτρός ή νους ανισόρροπος· όλοι οι αναγνωρισμένοι κ' επίσημοι πέφτουν απάνω του να πνίξουν τη φωνή του (Kazantz) |
    • προβάλλονται οι επιζήσαντες με την ποιότητά τους, οι αναγνωρισμένοι (Fteris)

[substantiv. m of αναγνωρισμένος2]

αναγνωρισμένος2, -η, -ο [anaγnorizménos] (& less freq ανεγνωρισμένος) (L)
:
  • κρύφτηκε να μην τον δουν, αλλά έμεινε από την αρχή ~ |
  • μη ~ unidentified
  • ① accepted, admitted, approved, established, well-known:
    • αναγνωρισμένη ακρίβεια, αναγνωρισμένη υπεροχή |
    • αναγνωρισμένη φήμη established reputation |
    • αναγνωρισμένο έθιμο accepted custom |
    • αναγνωρισμένη παράδοση |
    • αναγνωρισμένη αλήθεια admitted truth |
    • αναγνωρισμένη φιλοσοφία |
    • αναγνωρισμένο προνόμιο |
    • αναγνωρισμένα αριστουργήματα |
    • αναγνωρισμένες εξουσίες |
    • παγκοσμίως αναγνωρισμένοι θεσμοί |
    • σχολή αναγνωρισμένη από το κράτος |
    • αναγνωρισμένη κατάσταση establishment (syn κατεστημένο) |
    • αναγνωρισμένη εκκλησία του κράτους established church of the state |
    • αναγνωρισμένο κατάστημα reputed store, well-known store |
    • αναγνωρισμένη αξία |
    • επιστημονική αυθεντία or κορυφή recognized scholarly authority |
    • ~ επιστήμων, σοφός, γιατρός, ηθοποιός, καθηγητής, ποιητής, διαιτητής |
    • διεθνώς ~ αστρονόμος |
    • η Eλλάδα, αναγνωρισμένη ως ζωτικός χώρος της Δύσεως |
    • δεν κρίνω την ανεγνωρισμένη δεξιοτεχνία της σολίστ (Varvoglis) |
    • ο νόμος εκφράζει μια αναγνωρισμένη αρχή του δικαίου (Tsantsanoglou) |
    • καθιερώθηκε λογοτεχνική ιεραρχία αναγνωρισμένη από όλους (Athanasiadis-N) |
    • οι παλιές αναγνωρισμένες αρετές αρχίζουν να χάνουν το κύρος τους (Kazantz) |
    • ο Παλαμάς είναι ο ~ και αναμφισβήτητος αρχηγός της λογοτεχνικής πρωτοπορίας στην Eλλάδα (Theotkokas) |
    • ο Σεφέρης ήταν ήδη τότε ~ σαν αρχηγός της λεγόμενης νεότροπης ποίησης στην Eλλάδα (Tsatsos) |
    • poem δεν έμεινα στην αίθουσα όπου γιορτάζουν | με κάποια τάξιν αναγνωρισμένοι έρωτες (Kavafis) accepted modes of love
  • ⓐ empowered, authorized (through election, legally):
    • ~ αντιπρόσωπος authorized representative or delegate |
    • ~ εκπρόσωπος (legally) authorized spokesman |
    • ~ αρχηγός |
    • αναγνωρισμένη εταιρία incorporated company
  • ② law legally accepted, acknowledged, recognized:
    • ο ~ πατέρας, e.g. η μητέρα έχει δικαίωμα ν' απαιτήση από τον αναγνωρισμένο πατέρα ... τις δαπάνες του τοκετού κλ (Christidis AK)
  • ③ acknowledged, confessed:
    • ~ κλέφτης confessed thief |
    • ~ παλιάνθρωπος downright scoundrel |
    • αναγνωρισμένη δυσκολία confessed difficulty

[ppp of αναγνωρίζω; form ἀνεγν- fr K]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go