Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβλέπω
1 εγγραφή
αναβλέπω [anavlépo] ipf ανάβλεπα, aor ανάβλεψα (& L ανέβλεψα), subj αναβλέψω (L) & (D) & lit
  • ① look up (at):
    • ανάβλεψε το παλληκάρι |
    • ανάβλεψα και πρόσεξα |
    • η ματιά του ανάβλεψε, πετάγοντας σαϊτιές στις όψεις των πλαϊνών σπιτιών (Plaskovitis) |
    • ανάβλεψε με τη γλυκόθωρη ματιά του και κοίταξε το γιγαντένιο κορμί (Petimezas-L) |
    • ~ στην ανατολή |
    • είναι σκυμμένοι στη γη κι αναβλέπουν κάποτε κάποτε στον ουρανό (MGeorgiou = Bakalakis) |
    • ο Kωνσταντής ανάβλεψε στη σεβάσμια όψη (Prevelakis) |
    • ο ζωγράφος διανοείται και πότε περιβλέπει, πότε κατοπτεύει, πότε αναβλέπει και έτσι ερμηνεύει μάλλον παρά απομιμείται (Michelis) |
    • ξάφνου μια λέξη αδόκητη σε κάνει να σταθής άναυδος, ν' αναβλέψης και ν' ανακαλύψης πως ίσαμε τώρα γελιόσουν (Terzakis) |
    • poem κι ανάβλεψα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν (Seferis) |
    • ανάβλεπα στον ουρανό προσμένοντας σημάδι (Athanas) |
    • και για στερνή το Xάρο ανάβλεψα | βολά, που μας κατευοδούσε (Skipis)
  • ⓐ see (syn βλέπω):
    • και στρέφοντας σ' ανάβλεψα στην άκρη (Skipis)
  • ② recover one's eyesight (syn ξαναβλέπω):
    • έκαμε εγχείρηση της πανάδας κι αναβλέπει (Dimitrakos) |
    • στραβοί αναβλέπουν |
    • οι τυφλοί ανάβλεψαν και τράβηξαν το δρόμο τους |
    • ο τυφλός ανέβλεψε κ' έφυγε με τα χρήματα (Karkavitsas) |
    • poem ήμουν τυφλή κι ανάβλεψα, τυφλή και σε ηύρα, φως μου (Gryparis) |
    • με δακρυσμένα ανάβλεπαν τα μάτια | το πέλαο το γαλάζιο π' αφανίστη (Sikel)

[fr MG αναβλέπω ← K, PatrG ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες