Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβιωτής
1 εγγραφή
αναβιωτής [anaviotís] ο, (L)
  • reviver:
    • ο ~ των Oλυμπιακών Aγώνων (Chatzinikou)

[der of αναβιώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες