Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναίτιος1 [anétios] ο,
- one not responsible, innocent person:
- ανακατεύει στο κακό και τον αναίτιο (Vrettakos) |
- ν' αφήσουν τους μικρούς κι αναίτιους να πληρώσουν (Karagatsis)
[substantiv. m of αναίτιος2]
- one not responsible, innocent person:
- αναίτιος2, -α, -ο [anétios]
- ① without cause or reason (syn αδικαιολόγητος, ant δικαιολογημένος):
- αναίτια πράξη, εκδίκηση, δυστυχία, τιμωρία, τύψη |
- αναίτιο δάκρυ, αίσθημα, γέλιο, μίσος |
- βροχή επίμονη κι αναίτια σαν το κλάμα μικρού παιδιού (Ouranis) |
- μ' έπιασε ένας φόβος ~ παράλογος, αφόρητος για κάποιον κίνδυνο που κρεμότανε τάχα αποπάνω μου (Theotokas)
- ② not responsible for sth (syn ανεύθυνος, ant υπαίτιος):
- όσο αναίτιοι κι αν είναι (οι σύζυγοι), έχουν αποτύχει στο συγκεκριμένο γάμο |
- ο Θεός είναι ~ του κακού, με όλο που το προβλέπει (Papanoutsos)
- ⓐ law not liable, not accountable, not answerable (ant υπαίτιος):
- ο ~ σύζυγος αγνοεί την ακυρότητα του γάμου
[fr K (pap) ← AG ἀναίτιος]
- ① without cause or reason (syn αδικαιολόγητος, ant δικαιολογημένος):