Greek-English Dictionary (Georgakas)
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανίπταμαι [aníptame] (L)
- fly off, take off:
- τώρα ανίπταται το αεροπλάνο
[fr kath ← MG, PatrG ἀνίπταμαι 'fly up' K]
- fly off, take off:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[fr kath ← MG, PatrG ἀνίπταμαι 'fly up' K]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |