Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανέχομαι [anéxome] ipf ανεχόμουν, aor ανέχθηκα & ανέχτηκα (subj ανεχθώ & ανεχτώ)
- tolerate, bear, endure, put up w. (syn υπομένω):
- δεν τον ~ πια |
- δεν ~ την αναίδεια, την προσβολή |
- ανέχεται τη συμπεριφορά του φίλου του |
- άλλοι κάνουν πως αναγνωρίζουν τη δημοτική γλώσσα κι άλλοι πως την ανέχονται (Palam) |
- τα αριστουργήματα δεν ανέχονται ούτε όμιλο ούτε συγγενή ούτε φίλο (Papantoniou) |
- δυνάμωνε η οργή μου για την αδικία που με είχε ρίξει στο κατάντημα να ~ μες στο σπίτι μου μια τέτοια συζήτηση και τέτοιες προτάσεις (Theotokas) |
- κι όταν πότε πότε έφτανε να γίνει και αναιδής, απλά τον ανεχόντουσαν (Petsalis) |
- οι γυναίκες της Tροίας πολύ δύσκολα θ' ανεχόντουσαν την παρουσία της Eλένης (Kakridis) |
- δεν μπορούσαν να ανεχθούν τη μεγάλη εκτίμηση, που του έδειχναν όλοι (Stasinop) |
- το ανακάτεμα κωμικού και δραματικού οι Γάλλοι δεν το ανέχονται στο θέατρο (Athanasiadis-N) |
- ο Π. δύσκολα ανέχεται τους ανθρώπους που δεν προσαρμόζονται στην ιδιοσυγκρασία του (Chatzinis) |
- οι άνθρωποι δεν μπορούν ν' ανεχτούν τους όμοιούς τους χωρίς ελαττώματα (Evelpidis) |
- poem μα τι θέλεις; |..| τις πονηριές τους να ανεχτώ; (Rotas)
[fr MG ανέχομαι← PatrG, K, AG, cpd of pref ἀν- & ἔχομαι (: ἔχω)]
- tolerate, bear, endure, put up w. (syn υπομένω):