Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανέμι [anémi] το, (D)
- wind:
- καλοκαίρι, ζέστη κι ~ δε φυσούσε (Psichari) |
- folks. ωσάν το φυλλοκάλαμο που το φυσάει τ' ~ (Passow) |
- poem αλλά το φως του φεγγαριού, σαν να φυσούσε ~, | στρογγυλό, μέγα, λαγαρό, κοντά στην κόμη τρέμει (Solom) |
- π' αργοσαλεύει ως θάλασσα τ' ~ (Stavropoulos)
[fr MG (Cypr) ανέμι(ν), der of AG ἄνεμος]
- wind:
- ανεμίδι [anemí∂i] το, (D) & region.
- spindle, reel (syn ανέμη, ροδάνι):
- folks. κόκκινη κλωνά δεμένη, | στ' ~ μπερδεμένη
[fr kath ανεμίδιον, der of MG ανέμη w. dimin suff -ίδιον]
- spindle, reel (syn ανέμη, ροδάνι):
- ανεμιζόμενος, -η, -ο [anemizómenos] (L)
- waving, fluttering (in the wind):
- ανεμιζόμενη χλαμύδα |
- ανεμιζόμενες πουκαμίσες, πτυχές |
- ανεμιζόμενα μαλλιά, φύλλα |
- το μεγαλύτερο μέρος των χεριών, ανεμιζόμενο στην απόληξή του (Tsitouridou) |
- poem περνάνε πλάι στ' ανεμιζόμενα δέντρα (Papatsonis) |
- πλήθος ανεμιζόμενα μαντήλια, | πλήθος δακρύβρεκτα μάτια (Nintas)
[prpp of PatrG ἀνεμίζομαι (s. ἀνεμίζω)]
- waving, fluttering (in the wind):
- ανεμίζω [anemízo] ipf ανέμιζα, aor ανέμισα (subj ανεμίσω), mediop ανεμίζομαι (& D ανεμίζουμαι, Kazantz), ipf ανεμιζόμουν(α), aor ανεμίσθηκα & ανεμίστηκα (subj ανεμισθώ & ανεμιστώ), ppp ανεμισμένος
- ① trans move to and fro, wave:
- ~ τη σημαία, το λάβαρο |
- ~ την εσάρπα, την εφημερίδα |
- ~ το κεφαλομάντηλο, το σπαθί, το λεπίδι, το δίχτυ, τα χέρια, το καμουτσίκι |
- ο αέρας (ο άνεμος, το αγέρι, το αεράκι, ο βοριάς, ο μπάτης, το μαϊστράλι, το μελτέμι, η θύελλα) ανεμίζει blows about τα μαλλιά, τα φορέματα, τα φουστάνια, τα ράσα, το κοντοκάπι, τη γάζα, το γενάκι |
- παιδιά χαιρετούν ανεμίζοντας σημαιούλες με τα χρώματα της Iταλίας (Tsirkas) |
- χέρια σαλέψανε, μαντήλια ανεμίστηκαν (Petsalis) |
- λες φλογερά γιορταστικά φλάμπουρα ανεμίστηκαν μέσα στο άπειρο (Akritas) |
- poem αυτή ανεμίζει δύο ρόδινα χεράκια στον ουρανό (Seferis) |
- κ' έχω τ' αχνάρια στα μαλλιά που ανέμισαν οι μπόρες (Palam) |
- .. που πάλλονται | σαν κόμη εξαίσια οι αύρες π' ανεμίζουν (Varnalis) |
- κι ο ήχος της ανέμιζε γελώντας τα μαλλιά του (TDoxas) |
- άιντε, ανεμίσετε τα φλάμπουρα, και τ' άτια χλιμιντρούνε (Kazantz Od 12.7)
- ⓐ intr act. & mi ανεμίζομαι wave, flutter, move to and fro, blow about, flap:
- ανεμίζει η σημαία, η κορδέλα, η χαίτη, η κουβέρτα, η φούστα, το λάβαρο, το μαντήλι, το τσουλούφι, το φτερό |
- ανεμίζουν (& ανεμίζουνε) οι λαιμοδέτες, οι παντιέρες, τα πέπλα, τα φλάμπουρα, τα χέρια, τα γένια, τα μπαλόνια, τα μπουκλάκια |
- ανεμίζεται το ένδυμα, το αγριολούλουδο |
- ανεμίζονται οι πτυχές, οι χλαμύδες, τα κουρέλια |
- το βέλο της ανέμιζε πίσω απ' τα μαλλιά της (KPolitis) |
- ο Kωλέττης ανέβηκε τη σκάλα, η φουστανέλα ανέμισε (Petsalis) |
- η μαντήλα με τα κίτρινα άστρα ανεμίζει στο κεφάλι του (Venezis) |
- μόνο τα μεγάλα μαλλιά του γέρου ανέμιζαν (Nirvanas) |
- κορμιά ανεμίζονται κρεμασμένα από δέντρα (ChZalokostas) |
- poem λίγες τούφες τρελές απ' τα μαλλιά σου ανεμίζαν (NPappas) |
- εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη (Valaor) |
- με τα μακριά τους γένεια ν' ανεμίζουνε σαν άρπες (Leivaditis) |
- η άσπρη πετσέτα του νοσοκομείου ανεμίζει στο μπαλκόνι (Ritsos) |
- κι οι χήτες | πίσω στις πλάτες του ανεμίζουνται .. (Homer Il 15.267 Kaz-Kakr) |
- χαιρετώντας λευκά πανιά π' ανεμίζονται (Anagnostakis)
- ② fan (syn αερίζω):
- σιμώνει τη βεντάλια της και τον ανεμίζει (EKazantz) |
- poem ο δυόσμος μύρισε σα να τον ανέμισε βιαστικό πέρασμα | απ' το φαρδύ φουστάνι μιας ένοχης γυναίκας (Ritsos)
- ③ winnow (of wheat etc), κάμανε το στάρι σωρό, τ' ανεμίσανε και το βάλανε στο σακκί (Loukatos)
- ④ fig trans air, make public, put in notion:
- ο λαός ανεμίζει τις ελπίδες του |
- η Iερή Eξέταση ανέμιζε αδιάκοπα την απειλή της κόλασης (Ouranis) |
- poem στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει | ένα τραγούδι (Elytis)
- ⓑ fig intr move, rise:
- ως και τα λόγια της ανέμιζαν μέσα στην ώρα τούτη (KPolitis) |
- μπροστά στα μάτια του ανέμιζε μια ζεστή φαντασία (Panagiotop) |
- poem κ' οι ελπίδες π' ανεμίζουνε και στράφτει η γης και λάμπει (Retsinas)
- ⑤ fig mi guess, divine, foretell (syn μαντεύω):
- μόνο ο Kωνσταντής τον ανεμίστηκε ποιος ήταν ο σκοπός του (Prevelakis) |
- poem κι ό,τι κι αν γίνει το ανεμίζουμαι και τα 'ρχουνται θωρώ τα (Kazantz Od 10.614) |
- το φονικό καλά ανεμίστηκα, μα εγώ σε πήρα ανέγνοιος (ib 17.1088) [fr MG ανεμίζω ← PatrG (àνεμίζω Moschus
[ca. 600 AD]; -ίζομαι Hesychius, 6th c.), der of AG ἄνεμος w. suff -ίζω]
- ① trans move to and fro, wave:
- ανεμική [anemicí] η,
- ① windstorm, tempest (syn ανεμοζάλη 1, ανεμοθύελλα, καταιγίδα):
- η Δάφνη πέρασε σαν την ~ τις κάμαρες (Panagiotop) |
- το ανάγλυφο μέρος ήταν μισολιωμένο από τα χρόνια και τις ανεμικές (Myrivilis) |
- νους και καρδιά πρέπει να μην τραντάζουνται από ανεμικές (ZLorentzatos) |
- poem κι ολούθε η ~, φυσώντας τη, κλωθογυρνάει τη φλόγα (Homer Il 20.492 Kaz-Kakr) |
- κ' οι ανεμικές με σπρώξανε σε μαύρους ωκεανούς (Palam) |
- να κατατάξει η γαύρα ~ κ' η θάλασσα να στρώσει (Kazantz Od 15.1145)
- ② myth. pl ανεμικές οι, evil spirits, ghosts (syn in ανεμικό):
- poem την ώρα αυτή τις κόρες άρπαξαν οι ανεμικές (Homer Od 20.77 Kaz-Kakr) |
- τώρα ποιος ξέρει πώς τον άρπαξαν οι ανεμικές κι εχάθη! (ib 1.241)
[fr MG ανεμική, substantiv. f of MG adj ανεμικός]
- ① windstorm, tempest (syn ανεμοζάλη 1, ανεμοθύελλα, καταιγίδα):
- ανεμικό [anemikó] το,
- evil spirit, ghost (syn αερικό, ξωτικό):
- είναι κακό τ' απόγι γιατί φέρνει τ' ανεμικά της καστανιάς (Papatsonis) |
- πλάκωσαν καβαλάρηδες, άγρια ανεμικά (Petsalis) |
- poem τους πλανταγμένους νιους γελούνε | τ' αερικά, τ' ανεμικά (Gryparis)
[substantiv. n of MG adj ανεμικός]
- evil spirit, ghost (syn αερικό, ξωτικό):
- ανεμικός, -ή, -ό [anemikós]
- ① windy:
- poem .. η νύχτα από | μελισταγής γίνηκε αλώνι | ανεμικό με μιας (Papatsonis) |
- παράπονα που πήρε η ανεμική | φόρα, του χινοπώρου τα φαρμάκια (Malakasis)
- ② med relating to, or affected w., anemia, anemic:
- ο τάδε είναι ~
- ⓐ fig lacking vitality, weak:
- οι προκυμαίες ακινητούσαν μέσα στο ανεμικό φως του βορρά (Panagiotop) |
- έχουν ανεμικό ντουφέκι (Vlachogiannis)
[fr MG ανεμικός, der of AG ἄνεμος w. suff -ικός]
- ① windy:
- ανεμίλητος, -η, -ο [anemílitos]
- unspeaking, speechless (syn αμίλητος):
- poem και τις εφτά ~ | μείνε και την εβδόμη | - ζει ο βασιλιάς ο Aλέξαντρος; - | σου δέχομαι τη γνώμη (Skipis)
[fr K ἀνομίλητος ← AG w. ἀνε- for ἀνο- by folket]
- unspeaking, speechless (syn αμίλητος):
- ανέμισμα [anémizma] το,
- waving, flapping, motion to and fro:
- το ~ του μαντηλιού, του ράσου, της σημαίας |
- το ~ των μαλλιών μού μίλησε αποφασιστικά για τη γνήσια αιγυπτιακή καταγωγή της (Chatzinis) |
- χαιρετούσε με φιλικά ανεμίσματα του χεριού (Papantoniou) |
- χαιρέτησε με το ~ της άκρης απ' την εσάρπα (Drosinis) |
- το ένδυμα με τα εντυπωσιακά ανεμίσματα χαρακτηρίζεται από διαφάνεια (Despinis) |
- το ανθέμιο τούτο κρύβει στο ανέμισμά του το συμβολισμό της ανάστασης από το θάνατο (Karouzou) |
- poem θα σκορπούν κάποιων μαλλιών | τ' ανεμίσματα (Palam) |
- σα δρυ | που σκάει σ' αιφνίδιο ~ την αυγινή δροσιά του (Sikel) |
- μεγάλο ~ της κόμης λυγαριάς (Elytis)
[neol, der of MG ανεμίζω w. suff -μα]
- waving, flapping, motion to and fro:
- ανεμισμένος, -η, -ο [anemizménos] (L)
- waving, windblown, flapping, fluttering:
- ανεμισμένες σημαίες |
- μ' ανεμισμένα τα κατάμαυρα μαλλιά πάει στη θέση της (ChZalokostas) |
- τα παλληκάρια περνούν και χάνονται με το ανεμισμένο φλάμπουρο (Petsalis) |
- οι μποέμ με τα μακριά μαλλιά και τις ανεμισμένες γραβάτες κάθονται στα πάρκα (Ouranis) |
- σώζεται το κάτω σώμα μιας νέας γυναίκας με το ανεμισμένο ιμάτιο (Karouzou) |
- poem πυκνά, πυκνά ως καλάμια | ανεμισμένα εβλέπαμεν (Kalvos) |
- ο ήλιος .. χαμήλωσε | το φλογερό ανεμισμένο μαντύα του (Vrettakos)
[ppp of MG ανεμίζω]
- waving, windblown, flapping, fluttering: