Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: ανέλκυση
1 item total
ανέλκυση [anélcisi] η, gen ανέλκυσης & ανελκύσεως, pl ανελκύσεις (L) naut etc
  • heaving or hauling up, hoisting (ant καθέλκυση):
    • ~ σκαφών, του μότορσιπ, του φορτίου |
    • μηχανική~ του διχτυού |
    • οι εργασίες της ανελκύσεως των βαρελιών του ναυαγίου άρχισαν |
    • ~ του θησαυρού από τη θάλασσα |
    • η ~ του τραυματισμένου δεν ήταν εύκολη δουλειά |
    • τούτες οι ανασκαφές κι ανελκύσεις δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν και να είναι γόνιμες όταν η διάθεση δεν γρηγορεί (Thrylos)
  • ⓐ ~ προσαραγμένου refloating

[fr kath ανέλκυσις ← MG ανέλκυσις 'hauling up' (Schol. Thuc. 7.25)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go