Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάπηρος
2 εγγραφές [1 - 2]
ανάπηρος1 [anápiros] ο,
  • ① disabled man, chronic invalid, cripple (syn σακάτης):
    • ο σωματικά ~ |
    • οι ανάπηροι πολέμου disabled ex-servicemen, disabled veterans, war cripples |
    • νοσοκομείο αναπήρων πολέμου
  • ② mentally disabled person:
    • είναι ένας διανοητικά ~ |
    • οι ψυχικά και πνευματικά ανάπηροι (Panagiotop)

[substantiv. m of ανάπηρος2]

ανάπηρος2, -η, -ο [anápiros] (L)
  • ① crippled, disabled, invalid, handicapped (syn ακρωτηριασμένος L, σακατεμένος, σακάτης, ant L αρτιμελής):
    • σωματικώς (or σωματικά) ~ (physically) disabled, maimed |
    • ~ σύζυγος |
    • ~ στρατιώτης disabled (ex-) serviceman |
    • ανάπηρο σώμα, πόδι |
    • ανάπηρο πλάσμα, παιδί |
    • έγινε ~ από τα βασανιστήρια |
    • τον έκαμαν ανάπηρο they crippled him |
    • ανάπηρα παλληκαράκια στα νοσοκομεία |
    • μια ανάπηρη αδελφή |
    • εταιρία προστασίας αναπήρων παίδων |
    • poem γενιά μου ανάπηρη, κοίτα σε μένα | την κατάντια σου σα σε καθρέφτη .. (LPoulios) |
    • το σινιάλο μες στη νύχτα σαν τον ανάπηρο κλειδούχο (Patrikios)
  • ② fig defective, deficient (near-syn ελαττωματικός, ελλιπής):
    • ανάπηρη σκέψη, πρωτοβουλία |
    • ανάπηρες γενικεύσεις |
    • αισθητικές αρχές ανάπηρες |
    • ανάπηρη πνευματική ευφορία |
    • άνθρωποι ψυχικά ανάπηροι |
    • διανοητικώς (or πνευματικώς) ~ mentally defective or deficient |
    • λαός αθεράπευτα ~ πολιτικώς |
    • ένα σύμπαν ανάπηρο |
    • ένα κράτος οικονομικά ανάπηρο |
    • ανάπηρη Δημοκρατία υποκύπτει στην πρώτη κρίση |
    • το ανάπηρο σύστημα της διδασκαλίας των αρχαίων κειμένων στα σχολεία μας (Panagiotop) |
    • ο πολιτισμός, ακόμη και ~, αποβλέπει .. στη χαλιναγώγηση των ενστίκτων (id.)

[fr kath ανάπηρος ← AG ἀνάπηρος 'maimed, mutilated', cpd of pref ἀνα- & AG πηρός 'id.']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες