Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάντης [anándis] adj (L)
- uphill, steep, difficult (syn ανάντιος):
- το φως θα του φώτιζε τον δύσκολο κι ανάντη δρόμο της πολύπαθης ζωής του (Makridis, adapted) |
- ο M., ο Δ. και όλοι οι άλλοι .. αναδεικνύουν την εκφραστική τους δύναμη σε ανάντεις πνευματικούς δρόμους (Theodoratos) |
- πολλές φορές δεν τον ακολούθησε (sc τον ηγέτη) το πλήθος κι επροτίμησε από τον ανάντη πραγματισμό του, της παλιάς στάνης τη θαλπωρή (Kasimatis)
[fr MG ανάντης ← K, PatrG ἀνάντης ← AG ἀνάντης]
- uphill, steep, difficult (syn ανάντιος):



