Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάλογος, -η, -ο [análoγos]
- proportionate, proportional, analogous (syn σύμμετρος, ant δυσανάλογος):
- ανταμοιβή ανάλογη με τη δουλειά |
- ανάλογη αύξηση των ποσοστών |
- οι απαιτήσεις του σχολείου πρέπει να είναι ανάλογες με τη δυναμικότητα του κάθε παιδιού |
- χρειάζεται να ενισχυθούν οι ελληνικές δυνάμεις των βουλγαρικών συνόρων με εννιά αγγλικές μεραρχίες, μαζί με την ανάλογη αεροπορία (Terzakis) |
- λόγια φανταχτερά που δεν παρακολουθούνται από ανάλογους ψυχικούς σεισμούς (Tsatsos)
- ⓐ equal (to), commensurate (with), equivalent (to) (near-syn αντάξιος, ισάξιος, ισοδύναμος):
- έχει μεγάλες ικανότητες και ανάλογα ελαττώματα |
- η επιτυχία του δεν ήταν ανάλογη με τις προσπάθειές του his success was not commensurate w. his efforts |
- σ' όλη τη χώρα έγιναν ανάλογες εκδηλώσεις |
- η έκπληξή μας ήταν ανάλογη με τη δική του |
- η κεραμική εξελίσσεται στις Kυκλάδες και στην Kρήτη κατά ανάλογο τρόπο (NPlaton) |
- κάθε ιδέα .. είναι ανάγκη να εκφραστεί με ανάλογα υλικά μέσα για να γίνει μεταβιβάσιμη (KPolitis)
- ⓑ math proportional:
- ανάλογα ποσά proportional quantities |
- ανάλογα μέρη proportional parts
- ⓒ statist phr ανάλογα δείγματα quota samples
- ⓓ semiology:
- phr ανάλογo σημείο analogous sign (syn φυσικό σημείο, αιτιώδες σημείο, συνεχές σημείο)
[fr PM (Somavera), MG ← K (pap), PatrG ἀνάλογος ← AG]
- proportionate, proportional, analogous (syn σύμμετρος, ant δυσανάλογος):