Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμφοτεροβαρής, -ής, -ές [amfoterovarís] (L)
- bilateral, reciprocal (near-syn αμφοτερόπλευρος, ant ετεροβαρής):
- law ~ σύμβαση bilateral contract |
- αμφοτεροβαρές συμβόλαιο |
- ~ ευθύνη cross liability
[neol, cpd of αμφότεροι & -βαρής; cf αμφοτερομερής, neol (kath) αμφοτεραχθής & αμφοτερωφελής, also αμφιβαρής, ομοιοβαρής, ισοβαρής etc]
- bilateral, reciprocal (near-syn αμφοτερόπλευρος, ant ετεροβαρής):