Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμφορίσκος [amforískos] ο, (L)
- little amphora:
- ~ φακόσχημος pilgrim flask (ASakellariou) |
- ~ του Bερολίνου του ζωγράφου της Eιμαρμένης 430-20 (Despinis) |
- ένας ροδίτης αγγειοπλάστης γράφει επάνω στον αμφορίσκο του με καμάρι, πως το καλύτερο χώμα για αγγεία είναι στη Bρασία, στη δυτική Pόδο (Karouzos)
[fr AG αμφορίσκος, der of αμφορεύς]
- little amphora: